- ἱδρωτοποιῷ
- ἱδρωτοποιόςsudorificmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδρωτοποιώ — ἱδρωτοποιῶ, έω (Α) [ιδρωτοποιός] 1. προκαλώ εφίδρωση 2. παθ. ἱδρωτοποιοῡμαι, έομαι ιδρώνω … Dictionary of Greek